Το Παράξενο Ξύπνημα του Κυρίου Τέπες


         Φανταστική ιστορία φίλου του blog


Ο κύριος Τέπες ξύπνησε το μεσημέρι. Αυτό δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να τον προβληματίζει, αφού κάθε μέρα του τελευταίου μήνα ξύπναγε το μεσημέρι. Μπορούσε να το κάνει, και το απολάμβανε. Αυτό που άρχισε να τον προβληματίζει ήταν ότι έξω από το παράθυρό του ήταν νύχτα. Έναστρη νύχτα. Χωρίς ορίζοντα.

   Ανασήκωσε το πρόσωπό του στο παράθυρο και κοίταξε προς τα κάτω, μέχρι που εντόπισε τον ορίζοντα, περίπου χίλια χιλιόμετρα από κάτω, πνιγμένο σε μία γαλαζωπή λάμψη. Ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να το σκέφτεται. Προφανώς ήταν ένα όνειρο. Ή αυτό ή ήταν χαρακτήρας σε μία κακής ποιότητας ιστορία επιστημονικής φαντασίας, και η κατάσταση στην οποία βρέθηκε όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν τόσο μη ρεαλιστική που η ιστορία αυτή παρα-ήταν κακής ποιότητας για να τον ενδιαφέρει. Ήταν γελοίο και να το σκέφτεται. Δεν ένοιωθε καμία διαφορά βαρύτητας ή πίεσης σε σχέση με τα συνήθη και το σπίτι του προφανέστατα δεν είχε σχεδιαστεί για χρήση στο διάστημα. Συνεπώς έκρινε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ξαναπέσει για ύπνο και να περιμένει να ξαναξυπνήσει. Η πείρα του σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, άλλωστε, τον διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν μία αξιόπιστη λύση για πολλά από τα προβλήματα της ζωής, οπότε δεν το σκέφτηκε παραπάνω.

   Όταν ξαναξύπνησε ήταν από το τηλέφωνο που χτυπούσε. Άπλωσε το χέρι του μηχανικά στο ασύρματο ακουστικό. Όσο το έφερνε στο αυτί του άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα σκοτεινά μα το ταβάνι ήταν φωτισμένο. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί, παρά ρώτησε ποιος ήταν στο τηλέφωνο. Σαν από ηχώ, η φωνή από το ακουστικό τον ρώτησε ποιος είναι. Ο κύριος Τέπες απάντησε “αν δεν ξέρετε, πρέπει να έχετε πάρει λάθος νούμερο. Καλημέρα σας”, και έκλεισε το ακουστικό. Ξαναέκλεισε τα μάτια του και άρχισε να χουζουρεύει. Σύντομα ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Το έφερε στο αυτί του, αυτή τη φορά χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, και ρώτησε ποιος ήταν. Αυτή τη φορά η φωνή από της άλλη πλευρά είπε “σας παρακαλώ, μην κλείσετε το ακουστικό! Η ζωή σας μπορεί να εξαρτηθεί από ό,τι έχουμε να σας πούμε!”. Απάντησε “δεν αγοράζω, δεν ενδιαφέρομαι. Γειά σας” και έκλεισε το ακουστικό. Την τρίτη φορά που χτύπησε το τηλέφωνο είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Σήκωσε το ακουστικό και μούγκρισε “κοιμάμαι!” Από την άλλη πλευρά της γραμμής ο ομιλητής μίλησε γρήγορα και ανυπόμονα. “Μη κλείσετε! Είστε στο διάστημα! Έχει συμβεί κάτι τρομερό!” Ο κύριος Τέπες σχεδόν το σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο. Είπε “κάνετε λάθος. Κοιμάμαι”. “Κοιτάξτε τριγύρω σας! Κοιτάξτε έξω αν μπορείτε! Δεν βρίσκεστε πιά πάνω στη Γη! Δηλαδή, όχι ακριβώς… Απλά κοιτάξτε!”. Ο κύριος Τέπες ξαναέφερε το πρόσωπό του στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Σκοτεινός ουρανός, φωτεινός μπλε πλανήτης από κάτω, λίγο μικρότερος από ό,τι πριν. Χασμουρήθηκε. “Αυτό που λέτε συμφωνεί με αυτό που βλέπω. Που θα έπρεπε να περιμένω, αφού τα παράγει ταυτόχρονα το μυαλό μου. Τι θα γίνει άραγε αν κάνω αυτό?”.

   Άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω. Επικρατούσε άπνοια, αλλά ανέπνεε. Κοίταξε το ακουστικό, από το οποίο ακουγόταν ο απόμακρος ήχος της αγωνιώδης ομιλίας του συνομιλητή του, και το εκσφενδόνισε στο διάστημα. Λαμπύριζε περιστρεφόμενο ενώ απομακρυνόταν με αυξανόμενη ταχύτητα σε μία κυρτή τροχιά, γινόμενο όλο και πιό μικρό, σαν ένας σπινθηροβόλος κόκκος σκόνης. Γρήγορα το μετάνιωσε, καθώς σκέφτηκε ότι η πράξη του αυτή θα πρέπει να είχε κάποια δυσμενή ψυχολογική εξήγηση στα πλαίσια του ονείρου του, η απόρριψη της επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους ή κάτι τέτοιο.

   Με αυτό στο μυαλό άνοιξε τον προσωπικό του υπολογιστή, όπως κάθε φορά που σηκωνόταν από το κρεβάτι, και διαπίστωσε ότι δεν άνοιγε. Μία γρήγορη δοκιμή επέδειξε ότι τίποτα δεν είχε ρεύμα. Έκανε μία βόλτα στα δωμάτια του σπιτιού του και διαπίστωσε ότι δεν είχε ούτε τρεχούμενο νερό.  Όλα τα παράθυρα του εξοχικού του ισογείου έδειχναν το ίδιο νυχτερινό/διαστημικό τοπίο. Στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα και αυτή τη φορά δίστασε να την ανοίξει. Γύρισε πίσω και επέστρεψε στο κρεβάτι του. Πέρασαν αρκετά αμήχανα λεπτά στασιμότητας. Είχε αρχίσει να τραβάει πολύ για όνειρο. Δεν θυμόταν να είχε ζήσει ποτέ όνειρο που να έμενε τόσο συνεπές για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Άρχισε να μετανιώνει που πέταξε το ασύρματό του τηλέφωνο από το παράθυρο. Κοίταξε πάλι έξω. Ίδια εικόνα, μα ο πλανήτης ακόμα πιό απομακρυσμένος. Για πρώτη φορά άρχισε να νοιώθει λίγο φοβισμένος.

   Άνοιξε το κινητό του τηλέφωνο και το άφησε στο κομοδίνο δίπλα του. Δεν είχε σήμα, αλλά τουλάχιστον είχε μπαταρία και το τεχνητό του φως ήταν λίγο καθησυχαστικό σε αυτή τη περίσταση. Ξαναπλησίασε το παράθυρο. Το έκλεισε με λίγη νευρικότητα και τότε συνειδητοποίησε την καταπλακωτική σιγή που επικρατούσε στο σπίτι. Ήταν μία σιγή ολοκληρωτική και δυσοίωνη. Και τότε χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο, παίζοντας ένα χαρωπό τραγουδάκι και δονούμενο βοερά στο κομοδίνο.


   Ο αποστολέας ήταν άγνωστος. Εξακολουθούσε να μην δείχνει σήμα. Ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό το έφερε στο αυτί του και δέχθηκε την κλήση. Η ίδια φωνή με πριν ακούστηκε, λίγο λιγότερο καθαρά πλέον. “Πως λέγεστε και ποιά είναι η διεύθυνση του σπιτιού σας?” Ο κύριος Τέπες προσέφερε μηχανικά τις ζητούμενες πληροφορίες. “Ωραία. Χαίρομαι που ανταποκρινόσαστε. Είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας γνωστοποιήσω ότι βρίσκεστε σε μία αρκετά ατυχή κατάσταση”. “Που είμαι?” “Σας το είπα ήδη κύριε Τέπες. Είστε στο διάστημα”. “Όχι, δεν είμαι.” “Και όμως, είστε…” “Είναι παρανοϊκό! Γιατί νοιώθω την ίδια βαρύτητα όπως στη Γη?” “Επειδή επιταχύνεστε. Και αυτό είναι ένα από τα ατυχή σκέλη της υπόθεσης…” “Πως επιταχύνομαι?” “Δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό”. “Γιατί όχι?” “Δεν μπορώ να σας μιλήσω για αυτό.” “Μα… και πως έχω αέρα? Γιατί δεν φεύγει όλος στο διάστημα?” “Για τον ίδιο λόγο που επιταχύνεστε.” “Και ποιός είναι αυτός?” “Δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό.” “Και τότε για τι μπορείς να μιλήσεις?” “Μπορώ να σας πω ότι βρίσκεστε σε μία ιδιαίτερα ατυχή κατάσταση.” “Σε τι με βοηθάει αυτό?!” “Λυπάμαι. Είναι απλά ατυχές.”

   Ο κύριος Τέπες άρχισε να αναλογίζεται ότι πράγματι βρισκόταν σε μία ατυχή κατάσταση. Μία αρκετά και ιδιαίτερα ατυχή κατάσταση˙ που απαιτούσε σοβαρή σκέψη εκ μέρους του. Μίλησε πάλι στο κινητό του. “Πως θα κατέβω πάλι στη Γη?” Ο συνομιλητής του άργησε αρκετά δευτερόλεπτα να απαντήσει. “Θα φτάσουμε σε αυτό σύντομα. Προς το παρόν θα θέλαμε να μας βοηθήσετε σε κάτι.” “Εγώ να βοηθήσω εσάς!? Εγώ είμαι αυτός που ξύπνησε στα κρύα βάθη του διαστήματος!” Τότε συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να κάνει ολοένα και περισσότερη ζέστη μέσα στο σπίτι του. Ο συνομιλητής του διέκοψε τις κλιματολογικές του σκέψεις. “Χρειαζόμαστε κάποια δεδομένα για να μπορέσουμε να σας βοηθήσουμε. Η κατάσταση στην οποία βρεθήκατε ήταν ολότελα ασχεδίαστη. Ας πούμε απλά ότι η χωρική υλοποίηση ενός προγράμματος ακολούθησε μία απρόβλεπτη διέξοδο. Τώρα χρειαζόμαστε κάποια στοιχεία που θα μας επιτρέψουνε να εκτιμήσουμε την, ομολογουμένως ατυχή, εξέλιξή του.” Ο κύριος Τέπες άρχιζε να βρίσκει όλο και πιό δυσοίωνη την επανάληψη της λέξης ‘ατυχές’. “Τι θέλετε να κάνω?” “Είναι απλό. Το μόνο που χρειαζόμαστε από εσάς είναι να πετάξετε το κινητό σας τηλέφωνο προς τη Γη ενώ είμαστε ακόμα σε σύνδεση. Θα μας παράσχει αρκετές πληροφορίες για το έργο μας.”

   Έφερε και πάλι το πρόσωπό του στο παράθυρο, το άνοιξε διστακτικά και κοίταξε έξω. Ο δίσκος της Γης κάλυπτε πιά λιγότερες από ενενήντα μοίρες από κάτω του. Ετοιμάστηκε να ρίξει το κινητό του προς τα κάτω, όταν έκανε μία αιφνίδια σκέψη. Έφερε ξανά το κινητό στο αυτί του και είπε “Περιμένετε! Αν πετάξω το κινητό μου κάτω πως θα επικοινωνείτε μαζί μου?” “Δεν θα χρειαστεί να επικοινωνήσουμε πιά.” “Δεν μου είπατε πως θα κατέβω πάλι στη Γη! Δεν θα χρειαστεί να κάνω κάτι εγώ από τη μεριά μου?” Ο συνομιλητής δίστασε πάλι να μιλήσει. Τελικά είπε, με λίγη δυσανασχέτιση, “Θα ήταν όλα ευκολότερα αν είχατε ακούσει όταν σας πρωτοβρήκαμε στο τηλέφωνο. Τώρα… Έχετε πιά περάσει την ταχύτητα διαφυγής. Δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε το πείραμα στη Γη… Κύριε Τέπες! Με ακούτε? Κύριε Τέπες! Περιμένουμε να ρίξετε το κινητό! Κύριε Τέπες!”

   Ο κύριος Τέπες δεν άκουγε πιά. Κοίταζε το ζωηρό φως της οθόνης του κινητού του και τη γαλαζόασπρη λάμψη της Γης, που εισερχόταν υπό μία όλο και πιό στενή γωνία από το παράθυρό του. Παράξενοι ήχοι ομιλίας εκπέμπονταν από το ηχείο του κινητού του, που κρατούσε πλέον μακριά από το πρόσωπό του. Από απόσταση ακούγονταν το ίδιο εξωκοσμικοί όσο το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Ύστερα από ένα λεπτό χαλάρωσε τους μύες του χεριού του. Το κινητό απομακρύνθηκε γρήγορα προς τα κάτω, μέχρι που χάθηκε στο υπόβαθρο της λάμψης της Γης. Αναρωτήθηκε, θα έφτανε μέχρι την επιφάνειά της? Μα όχι, θα καιγόταν στην ατμόσφαιρα. Όχι, ούτε αυτό. Είχε ήδη αρκετή ταχύτητα για να μην πέσει πιά ποτέ στον πλανήτη από όπου προήλθε. Το ίδιο και αυτός. Και επιταχυνότανε. Και ήταν πλέον μόνος.

   Έβαλε το κεφάλι του πάλι μέσα στο σπίτι. Έκανε ζέστη. Ό,τι κράταγε τον αέρα από το να διασκορπίζεται στο διάστημα προφανώς του απέρριπτε και το μόνο αποτελεσματικό μέσο ψύξης. Ακόμα και αν δεν ευθυνόταν καθόλου το λεγόμενο ‘πρόγραμμα’ ή ‘πείραμα’ για την αύξηση της θερμοκρασίας, ο Ήλιος, ακριβώς από πάνω του, έφτανε για να μετατρέψει το σπίτι του σε φούρνο. Όσο περνούσε η ώρα, η θερμοκρασία γινόταν όλο και πιό ενοχλητική. Άνοιξε το ψυγείο. Δεν βοήθησε για πολύ χωρίς ρεύμα. Άνοιξε όλα τα παράθυρα. Καμία διαφορά. Στο τέλος έκανε τη λογική κίνηση και λιποθύμησε στο κρεβάτι του. Πριν χάσει τις αισθήσεις του δεν πρόλαβε να καταλάβει αν η ελαφρότητα που αισθανόταν οφειλόταν στη αλλαγή βαρύτητας ή στη θερμοπληξία.

   Ο Κύριος Τέπες ξύπνησε το μεσημέρι. Αυτό δεν θα έπρεπε να τον προβληματίζει, παρά το ότι ξύπνησε με πυρετό. Και δεν ξύπνησε στο κρεβάτι του αλλά σε φορείο. Και το σπίτι του ήταν ένα μάτσο από ερείπια. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, και φώναξε αδύναμα “Τι έγινε?” Ένας σωστικός εργάτης που ήταν κοντά έτρεξε στο φορείο του, φωνάζοντας ότι ο τραυματίας ξύπνησε. “Μην ανησυχείτε. Όλα είναι καλά πλέον. Δεν έχετε τραυματιστεί πολύ σοβαρά.” “Τι έγινε?” “Δεν ξέρουμε στα σίγουρα. Μας είπανε ότι έγινε μία έκρηξη φυσικού αερίου κάτω από το σπίτι σας.” “Δεν έχω φυσικό αέριο κάτω από το σπίτι μου!” “Ήταν μία φυσική υπόγεια συγκέντρωση. Έτσι μας λένε.” Κοίταξε ό,τι είχε απομείνει από το σπίτι του κυρίου Τέπες. “Θα πρέπει πάντως να ήταν μία πολύ περίεργη έκρηξη! Μοιάζει σαν όλο το σπίτι να εκθεμελιώθηκε και να αναπήδησε μερικές φορές στο έδαφος… Δεν έχω ξαναδεί τίποτα παρόμοιο… Τουλάχιστον εσείς είστε σώος. Κύριος… Τέπες, σωστά?” Ο κύριος Τέπες έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε τον γαλάζιο ουρανό που απλωνόταν από πάνω του και έκλεισε τα μάτια του με ανακούφιση.

   Από την επόμενη ημέρα και στο εξής, ο κύριος Τέπες ξύπναγε νωρίς το πρωί.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥΔΗΣ – ΑΘΗΝΑΙ  2007

by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Συναφές:

Η τελευταία μέρα της γης (Και το τι Επακολούθησε)

Ο Dr. Manhattan και τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης

Μαρσέλ Προυστ – “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο”

Ένα ταξίδι γύρω απο τον πλανήτη μας.

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -